κατάκριση

κατάκριση
η
κατηγορία, δυσμενής κριτική, αποδοκιμασία: Έχει την κατάκριση όλου του κόσμου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάκριση — η (AM κατάκρισις) [κατακρίνω] κατηγορία, επιτίμηση, μομφή, επίκριση («με αυτά που κάνει έχει την κατάκριση τού κόσμου») μσν. αρχ. η καταδίκη αρχ. κρίση, γνώμη …   Dictionary of Greek

  • ακατάκριτος — η, ο (Α ἀκατάκριτος, ον) [κατακρίνω] 1. αυτός που δεν έχει καταδικαστεί 2. που δεν κατηγορήθηκε ή δεν μπορεί να κατακριθεί για τίποτέ 3. επίρρ. ἀκατακρίτως χωρίς κατάκριση, ελεύθερα, άφοβα «ἀκατακρίτως τολμᾱν ἐπικαλεῑσθαί σε» (Ιω. Χρυσόστομος) …   Dictionary of Greek

  • ανεπίπληκτος — ἀνεπίπληκτος, ον (Α) 1. μη υποκείμενος σε κατάκριση ή επίπληξη 2. ακόλαστος, χυδαίος 3. εκείνος που δεν ασκεί έλεγχο, που δεν ψέγει …   Dictionary of Greek

  • αυτοκατάκριτος — αὐτοκατάκριτος, ον (AM) [κατακρίνω] εκείνος του οποίου τα έργα επισύρουν την κατάκριση, ο αξιοκατάκριτος …   Dictionary of Greek

  • κατακριτικόν — κατακριτικόν, τὸ (Μ) [κατάκρισις] η διάθεση για κατάκριση …   Dictionary of Greek

  • καταστηλίτευσις — καταστηλίτευσις, ἡ (Μ) [καταστηλιτεύω] δριμεία στηλίτευση*, σφοδρή κατάκριση …   Dictionary of Greek

  • καταφορά — ἡ (AM καταφορά) [καταφέρω] η προς τα κάτω φορά, η καταβίβαση, το κατέβασμα νεοελλ. ιατρ. κατάσταση βαθιάς νάρκης μεταξύ ληθάργου και κώματος, ληθαργική προσβολή νεοελλ. μσν. έντονη έκφραση δυσμένειας, κατάκριση, αποδοκιμασία, δυσμενής κριτική,… …   Dictionary of Greek

  • κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… …   Dictionary of Greek

  • καυτηρίαση — Θεραπευτική μέθοδος, η οποία συνίσταται στην τοπική εφαρμογή υψηλής θερμοκρασίας ή καυστικής χημικής ουσίας, με σκοπό την καταστροφή ιστών, την επούλωση ή την αιμόσταση. Η κ. γίνεται με ειδικά όργανα, τους θερμοκαυστήρεςηλεκτροκαυστήρες, τα… …   Dictionary of Greek

  • κριτικός — ή, ό (AM κριτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”